- φιάλη
- η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Ανεοελλ.1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια2. φρ. α) «φιάλη αερίου»τεχνολ. κινητό μεταλλικό δοχείο προοριζόμενο για την αποθήκευση και τη μεταφορά αερίων πεπιεσμένων, υγροποιημένων ή διαλυμένων, λ.χ. τού βουτανίου, τού προπανίου, τού οξυγόνου ή τού ακετυλενίου κ.ά., για οικιακή ή βιομηχανική χρήσηβ) «μαγνητική φιάλη»φυσ. μαγνητικό πεδίο κλειστού σχήματος το οποίο δεν επιτρέπει τη διαφυγή εκτός τών ορίων του τού πλάσματος που είναι εγκλωβισμένο στο εσωτερικό τουνεοελλ.-μσν.εκκλ. υδροφόρος λεκάνη στο αίθριο ή, όταν δεν υπήρχε αίθριο, στον νάρθηκα αρχικά τών βασιλικών και κατόπιν τών βυζαντινών ναών, τής οποίας το νερό χρησιμοποιούνταν για τους καθαρμούς τών πιστών που μετείχαν στις λατρευτικές συνάξεις, γεγονός που συμβόλιζε την ανάγκη τής ψυχικής καθαρότητας την ώρα τής προσευχήςμσν.1. κρήνη με λεκάνη σε διάφορους χώρους για χρήση τών πολιτών2. φρ. «ὁ ἐπὶ τῆς φιάλης»(βυζ.) Βυζαντινός αξιωματούχος προερχόμενος από το πολεμικό ναυτικό τής αυτοκρατορίας, στις διαταγές τού οποίου υπάγονταν οι ἐλάται, οι ναύτες τών βασιλικών πλοίωναρχ.1. πλατύ και ρηχό αγγείο για το βράσιμο υγρών2. είδος κοίλου αγγείου για την εναπόθεση τών οστών ή τής τέφρας νεκρού («τὰ μὲν ἐν χρυσέῃ φιάλῃ καὶ δίπλακι δημῷ θείομεν», Ομ. Ιλ.)3. μυροθήκη4. ανοιχτό αγγείο με αβαθές στόμιο, χωρίς λαβές, που το χρησιμοποιούσαν για πόση στα συμπόσια αλλά, συνηθέστερα, στις λατρευτικές εκδηλώσεις για έκχυση σπονδών5. κοίλο και σκαλιστό φάτνωμα οροφής («τὰς δ' ὀροφὰς καὶ θύρας χρυσαῑς φιάλαις λιθοκολλήτοις καὶ πυκναῑς διειληφότες», Διοδ.)6. φρ. «Ἄρεως φιάλη»μτφ. ασπίδα (Αντιφάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με επίθημα -άλη (πρβλ. σκυτ-άλη) και εναλλαγή α/ε στο επίθημα (πρβλ. ὕαλος / ὕελος). Κατά μία άποψη, η λ. φιάλη έχει σχηματιστεί < *πι-Fhaλᾱ < *pi-swalā (< ΙΕ ρίζα *swel- «καίω, σιγοκαίω», πρβλ. εἵλη «θέρμη τού ήλιου»). Αλλά οι μυκην. τ. pia2ra = φιάλη και pijera3 = φιέλη αποτρέπουν την υπόθεση ενός εσωτερικού -F- ή -σF-, ενώ ενισχύουν την άποψη ότι πρόκειται για έναν δασύ φθόγγο (πρβλ. και μυκην. ijero = ἱερός*). Συνεπώς, η λ. φιάλη μπορεί να αναχθεί σε έναν τ. *φῑσαλᾱ ή *πῑσαλᾱ με προληπτική δάσυνση τού π. Ο τ. *πισαλᾱ, ωστόσο, παραμένει δυσερμήνευτος, αφού τόσο η άποψη ότι έχει προέλθει < (ἐ)πί + ἑλεῖν, απρμφ. αορ. τού αἱρῶ «πιάνω», όσο και η σύνδεση του με το θ. πῑ- τού πίω «πίνω», δεν θεωρούνται πιθανές. Ίσως τελικά θα έπρεπε να θεωρηθεί ως τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνεια λ.].
Dictionary of Greek. 2013.